Η ορολογία που καθιερώνει όλη την γυναικεία ποντιακή φορεσιά είναι το χαρακτηριστικό της ένδυμα η “Ζιπούνα ή Ζουπούνα”. Την γυναικεία φορεσιά την συναντάμε σε διάφορες περιοχές του πόντου διαφοροποιημένη, είτε λόγω κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας (ή ηλικία της), είτε λόγω κλιματολογικών συνθηκών, ή ακόμα και λόγω των πολλών ποικιλιών των υφασμάτων και των χρωμάτων.
Ζιπούνα ή Ζουπούνα
Η ζιπούνα είναι ένα μακρύ ευρύχωρο ριχτό φόρεμα με φαρδιά μανίκια, που άρχιζε από τους ώμους και κατέβαινε ως τους αστραγάλους. Μπροστά έκλεινε με κουμπιά από πάνω μέχρι την μέση. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
Μεταξωτό μπροκάρ, του οποίου η ύφανση είχε ένα λουλούδι σε διάφορα χρώματα.
Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα).
Ταφτά σανσάν (ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα).
Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι “κρουστό”).
Ριγωτό ύφασμα σε διάφορα χρώματα βαμβακομέταξα.
Ριγωτό υφαντό (βαμβάκι-μαλί).
Το εσωτερικό της ζιπούνας είναι φοδραρισμένο με κάποτο (άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Τα τελειώματα (γιακάς, μανίκια) και περιμετρικά του φορέματος είναι κεντημένα με χρυσή ή ασημένια ή υφαντή κλωστή. Στον δυτικό πόντο συναντάμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλάγια.
Σαλβάρ ή Σαρβάλ
Φαρδιά βράκα, που ξεκινούσε από την μέση και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Στο κάτω μέρος δένονταν με κορδόνια τα μπατζαγοδέματα. Κατασκευαζόταν από ύφασμα μάλλινο ή βαμβακερό ή φανέλα ή μεταξωτό, το εσωτερικό ήταν φοδραρισμένο με λευκό ή σκούρο κάποτο ή χασέ. Στηριζόταν με το βρακοζών’ και σχημάτιζε πτυχές δίνοντας ένα καλοφτιαγμένο στήσιμο στην ζιπούνα.
Καμίς & Σπαρέλ ή Σπαλέρ
Το καμίς είναι πουκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία, το χρώμα ήταν λευκό ή εκρού και το ύφασμα μετάξι , ραμμένο με δαντέλα, στα τελειώματα του ρούχου (μανίκι και γιακά). Στα χωριά οι γυναίκες κάτω από την ζιπούνα αντί για καμίς φορούσαν το σπαρέλ (τετράγωνο ύφασμα που δενόταν στο λαιμό και τα πλαϊνά της σπάλας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του σπαρέλ ήταν μονόχρωμα ριγωτά, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν φοδραρισμένα με κάποτο ή χασέ και έχουν κέντημα γύρω από τον λαιμό.
Εσώρουχο
Το γυναικείο εσώρουχο το λέγανε το “βρακίν”, το μήκος του έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο και είχε στην άκρη γαϊτάνι από βαμβάκι και με αυτό δενόταν στο κάθε πόδι. Τα εσώρουχα στον πόντο τα έφτιαχναν από λευκό χασέ ή σκούρα βαμβακοφανέλα ,και λινό. Για τα νυφιάτικα εσώρουχα χρησιμοποιούσαν κοφτό χασέ με αζούρι σε διάφορα σχέδια, μεταξωτή και βαμβακερή δαντέλα και το τσελβόλ κεντημένο στο στήθος με κλωστές σε κόκκινες αποχρώσεις.
Τάπλα ή Τεπελίκ ή Τεπελίκι
Καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε την ονομασία από την λέξη “τεπε” που σημαίνει κορυφή. Το κατασκευάζουν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Ημικυκλικά περνούσαν χοντρό χαρτί ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά Κωνσταντινάτα. Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή το κεντούσαν. Στο πλάι υπήρχαν δύο κορδέλες για να το δένουν στο κεφάλι. Σε ορισμένες περιοχές (π.χ. κάρς) το τεπελίκ που φορούσαν κάλυπτε όλη την περίμετρο της κεφαλής Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο κεντούσαν χρυσό κορδόνι και το έλεγαν “τάπλα κουρσίν”.
Καμαρωτέρ ή Καμαρα ή Βαλά
Ήταν το νυφικό πέπλο με όλα τα στολίδια και τα κοσμήματα που το συνόδευαν, φοριόταν μόνο στον γάμο. Κάλυπτε εκτός από το κεφάλι , το στήθος και την πλάτη μέχρι την μέση ή όλο το σώμα.Το βαλά το φορούσαν οι νύφες στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Σε άλλες περιοχές του πόντου η βαλά σκέπαζε ολόκληρο το σώμα της νύφης μπρός και πίσω ως την μέση. Συνήθως κατασκευαζόταν από κίτρινο μεταξωτό ύφασμα.
Το Πουλούν ή Πουρλούν
Είναι ένα πολύ λεπτό κάλυμμα, χρώματος κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά την στέψη. Σε ορισμένα μέρη του πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ
Το Σαλ
Μάλλινο τετράγωνο ύφασμα μονόχρωμο που σκέπαζε το κεφάλι, την πλάτη, τους ώμους και το στήθος. Το χρησιμοποιούσαν οι μεσήλικες και οι γριές, όταν πήγαιναν εκκλησία, ή όταν πήγαιναν για ψώνια ή όταν πήγαιναν επισκέψεις στην διάρκεια του χειμώνα.
Λετζέκ
Είναι μαντήλα τετράγωνη που διπλωνόταν στην μέση. Είχε διαστάσεις 1.20μ. επί 1.20μ. Το λετζέκ που φορούσαν οι νέες είχε χρώμα κοκκινοκίτρινο με κοκκινωπά λουλούδια,περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούσαν σκούρα χρώματα. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό ή λινάτσα ή καμβά. Το λετζέκ φοριόταν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό, το πρόσφεραν οι συγγενείς της νύφης πριν από τον γάμο. Υπήρχε και το μαντήλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού πόντου, οι διαστάσεις του ήταν 1επί 1 και το έλεγαν τσίτι ή κατσοδέτρα.
Τα συγκεκριμένα μαντήλια ήταν μονόχρωμα σκούρα ή με ανοιχτή απόχρωση, το ύφασμα ήταν τσελβόλ ή λινό. Στην περιοχή τις Τόγιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στην Σάντα τα χρώματα ήταν μαύρο με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στην Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον Δυτικό Πόντο συναντάμε μαντήλια σε άσπρο, σε μπεζ και σε κόκκινο χρώμα.
Λαχόρ’
Τετράγωνο υφαντό ζωνάρι από αργαλειό, που το δίπλωναν οι γυναίκες τριγωνικά, δένοντάς το στην μέση πάνω από την ζιπούνα . Τα χρώματα είναι έντονα ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σοφράν της παπαρούνας και του κάστανου. Το λαχόρ έχει μήκος 1,10μ. και φάρδος 1μ. Για να στερεωθεί το λαχόρ στην μέση το έδεναν με μια στενή κεντημένη λουρίδα, η οποία είχε στις άκρες φούντες, που τις έλεγαν τσαγούνα, κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κρόσσια. Το όνομα εικάζεται ότι το πήρε από την πόλη Λαχόρι του Πακιστάν, απ’ όπου τέτοια υφάσματα έφταναν στον πόντο με καράβια. Υπήρχαν και άλλα ζωνάρια όπως:
· Η Κοκνέτσα, είναι υφαντό από άγριο μαλλί και βαμβάκι. Είχε μήκος 1.25μ. πλάτος 0,90 εκ. και το χρώμα του ήταν προς το κεραμιδί. Την κοκνέτσα την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από την ζιπούνα, από την μέση ως τις γάμπες.
· Tο Ταραπολούζ, γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο οι γυναίκες το συνδύαζαν με το επίσημο ένδυμα. Τα χρώματα του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου, του κεραμιδή του πράσινου του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του 1.40μ. το φάρδος του 0,35εκ. και στις άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά.
· Tο Φοτά ή Πεσταμπάλ, είναι ένα είδος ποδιάς που το φορούσαν οι νέες κοπέλες σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι μεγάλες γυναίκες άνω των 50 ετών συνήθως σε μαύρο χρώμα. Το ύφασμα είναι από μετάξι και υφαντή, ενώ το φάρδος είναι 1.20μ. το μήκος 0,85εκ., ήταν δίχρωμο με κάθετες ραβδώσεις, και δενόταν στην μέση με λωρίδες τα φοτοδέμα.
Κατιφέ
Είναι βελούδινο ζακέτο, το μάκρος του ξεκινάει από τον ώμο και καταλήγει στην μέση. Ήταν κεντημένο στο λαιμό στην μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό σιρίτι. Το φάρδος του κεντήματος ήταν 5εκ.Το κατιφέ το σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδική ράφτες. Υπήρχε αυτό το κέντημα στην νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών. Άλλο γυναικείο πανωφόρι ήταν το κοντογούνι , βελούδινο ύφασμα όπου γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς. Είχε δύο μεγέθη ,το ένα ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση και το άλλο ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Υπήρχε ακόμη το μακρυγούνι επίσημο ένδυμα σαν παλτό. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (Τσόχα ή κασμίρ). Το μήκος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστραγάλους. Η επένδυση εσωτερικά ήταν από γούνα αρκούδας και εξωτερικά χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Υπήρχαν και άλλα πανωφόρια το λίπατε παλτό καθημερινής χρήσης. Το σαλ ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες το οποίο έφτιαχναν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Υπήρχε και η Τσόχα πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε ανδρική και γυναικεία. Η τσόχα ήταν συνήθως χωρίς επένδυση και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η γυναικεία τσόχα ήταν σε δύο τύπους, στην μία περίπτωση το μάκρος ήταν μέχρι τους γοφούς και στην άλλη το μάκρος έφτανε στην μέση της γάμπας, κούμπωνε στο πλάι.
Κόσμημα
Γκιορντάν ή γιορτάνι: Χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα με τρείς ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή ήταν κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στον λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Τα πεντόλιρα: Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία τις Τούρκικης λύρας. Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Τα φορούσαν στον λαιμό με διπλή αλυσίδα (κοχλίδ).
Σαμσάδες ή Σεπσέδες: Έτσι ονόμαζαν τα Κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στον Δυτικό Πόντο τα έπλεκαν τα κορίτσια στις πλεξούδες.
Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 Καρατίων και τα φορούσαν νέα κορίτσια.
Περιλαίμια: Τα κατασκεύαζαν από ασήμι σε διάφορα σχέδια. Για τον λαιμό είχαν ασημένιο περιδέραιο με σχέδιο τον Άγιο Γεώργιο. Στα τελειώματα είχαν ασημένια αλυσίδα με φυλλαράκια. Στην περιοχή της Τραπεζούντας τα ονόμαζαν πογασκεστί.
Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν 3 ή 4 φορές στον λαιμό.
Χασίρ ή χαστρί: Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή μορφή για τον λαιμό και το χέρι. Το κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στην μία άκρη έχει μία αγκράφα που οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Ώρα ή Σαάτ: Ρολόι με μακριά ασημένια αλυσίδα.
Υποδήματα
Τα γυναικεία παπούτσια είναι σε μαύρο χρώμα με λουράκι που κουμπώνει στο πλάι.
Ναλία: Είναι τσόκαρα από ξύλο βερνικωμένο με διάφορα σχέδια στο εσωτερικό και ένα δερμάτινο λουρί επάνω.
Κουντούρας: Είναι παπούτσι με τακούνι. Κατασκευάζονταν από Ευρωπαϊκό δέρμα ,το επάνω μέρος τους ήταν από μαύρο δέρμα και σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού. Ήταν χαμηλά και το ύψος του παπουτσιού έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά και λέγονταν καλοσλία.
Ζιπούνα ή Ζουπούνα
Η ζιπούνα είναι ένα μακρύ ευρύχωρο ριχτό φόρεμα με φαρδιά μανίκια, που άρχιζε από τους ώμους και κατέβαινε ως τους αστραγάλους. Μπροστά έκλεινε με κουμπιά από πάνω μέχρι την μέση. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
Μεταξωτό μπροκάρ, του οποίου η ύφανση είχε ένα λουλούδι σε διάφορα χρώματα.
Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα).
Ταφτά σανσάν (ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα).
Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι “κρουστό”).
Ριγωτό ύφασμα σε διάφορα χρώματα βαμβακομέταξα.
Ριγωτό υφαντό (βαμβάκι-μαλί).
Το εσωτερικό της ζιπούνας είναι φοδραρισμένο με κάποτο (άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Τα τελειώματα (γιακάς, μανίκια) και περιμετρικά του φορέματος είναι κεντημένα με χρυσή ή ασημένια ή υφαντή κλωστή. Στον δυτικό πόντο συναντάμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλάγια.
Σαλβάρ ή Σαρβάλ
Φαρδιά βράκα, που ξεκινούσε από την μέση και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Στο κάτω μέρος δένονταν με κορδόνια τα μπατζαγοδέματα. Κατασκευαζόταν από ύφασμα μάλλινο ή βαμβακερό ή φανέλα ή μεταξωτό, το εσωτερικό ήταν φοδραρισμένο με λευκό ή σκούρο κάποτο ή χασέ. Στηριζόταν με το βρακοζών’ και σχημάτιζε πτυχές δίνοντας ένα καλοφτιαγμένο στήσιμο στην ζιπούνα.
Καμίς & Σπαρέλ ή Σπαλέρ
Το καμίς είναι πουκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία, το χρώμα ήταν λευκό ή εκρού και το ύφασμα μετάξι , ραμμένο με δαντέλα, στα τελειώματα του ρούχου (μανίκι και γιακά). Στα χωριά οι γυναίκες κάτω από την ζιπούνα αντί για καμίς φορούσαν το σπαρέλ (τετράγωνο ύφασμα που δενόταν στο λαιμό και τα πλαϊνά της σπάλας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του σπαρέλ ήταν μονόχρωμα ριγωτά, μεταξωτά ή βελούδα και ήταν φοδραρισμένα με κάποτο ή χασέ και έχουν κέντημα γύρω από τον λαιμό.
Εσώρουχο
Το γυναικείο εσώρουχο το λέγανε το “βρακίν”, το μήκος του έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο και είχε στην άκρη γαϊτάνι από βαμβάκι και με αυτό δενόταν στο κάθε πόδι. Τα εσώρουχα στον πόντο τα έφτιαχναν από λευκό χασέ ή σκούρα βαμβακοφανέλα ,και λινό. Για τα νυφιάτικα εσώρουχα χρησιμοποιούσαν κοφτό χασέ με αζούρι σε διάφορα σχέδια, μεταξωτή και βαμβακερή δαντέλα και το τσελβόλ κεντημένο στο στήθος με κλωστές σε κόκκινες αποχρώσεις.
Τάπλα ή Τεπελίκ ή Τεπελίκι
Καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε την ονομασία από την λέξη “τεπε” που σημαίνει κορυφή. Το κατασκευάζουν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάποτο ή βελούδο. Ημικυκλικά περνούσαν χοντρό χαρτί ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά Κωνσταντινάτα. Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια ή το κεντούσαν. Στο πλάι υπήρχαν δύο κορδέλες για να το δένουν στο κεφάλι. Σε ορισμένες περιοχές (π.χ. κάρς) το τεπελίκ που φορούσαν κάλυπτε όλη την περίμετρο της κεφαλής Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή αντί για μέταλλο κεντούσαν χρυσό κορδόνι και το έλεγαν “τάπλα κουρσίν”.
Καμαρωτέρ ή Καμαρα ή Βαλά
Ήταν το νυφικό πέπλο με όλα τα στολίδια και τα κοσμήματα που το συνόδευαν, φοριόταν μόνο στον γάμο. Κάλυπτε εκτός από το κεφάλι , το στήθος και την πλάτη μέχρι την μέση ή όλο το σώμα.Το βαλά το φορούσαν οι νύφες στην περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν. Σε άλλες περιοχές του πόντου η βαλά σκέπαζε ολόκληρο το σώμα της νύφης μπρός και πίσω ως την μέση. Συνήθως κατασκευαζόταν από κίτρινο μεταξωτό ύφασμα.
Το Πουλούν ή Πουρλούν
Είναι ένα πολύ λεπτό κάλυμμα, χρώματος κόκκινο ή πράσινο, που το φορούσε στο κεφάλι η νύφη μετά την στέψη. Σε ορισμένα μέρη του πόντου αντικαθιστούσε το καμαρωτέρ
Το Σαλ
Μάλλινο τετράγωνο ύφασμα μονόχρωμο που σκέπαζε το κεφάλι, την πλάτη, τους ώμους και το στήθος. Το χρησιμοποιούσαν οι μεσήλικες και οι γριές, όταν πήγαιναν εκκλησία, ή όταν πήγαιναν για ψώνια ή όταν πήγαιναν επισκέψεις στην διάρκεια του χειμώνα.
Λετζέκ
Είναι μαντήλα τετράγωνη που διπλωνόταν στην μέση. Είχε διαστάσεις 1.20μ. επί 1.20μ. Το λετζέκ που φορούσαν οι νέες είχε χρώμα κοκκινοκίτρινο με κοκκινωπά λουλούδια,περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούσαν σκούρα χρώματα. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό ή λινάτσα ή καμβά. Το λετζέκ φοριόταν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό, το πρόσφεραν οι συγγενείς της νύφης πριν από τον γάμο. Υπήρχε και το μαντήλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού πόντου, οι διαστάσεις του ήταν 1επί 1 και το έλεγαν τσίτι ή κατσοδέτρα.
Τα συγκεκριμένα μαντήλια ήταν μονόχρωμα σκούρα ή με ανοιχτή απόχρωση, το ύφασμα ήταν τσελβόλ ή λινό. Στην περιοχή τις Τόγιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στην Σάντα τα χρώματα ήταν μαύρο με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στην Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον Δυτικό Πόντο συναντάμε μαντήλια σε άσπρο, σε μπεζ και σε κόκκινο χρώμα.
Λαχόρ’
Τετράγωνο υφαντό ζωνάρι από αργαλειό, που το δίπλωναν οι γυναίκες τριγωνικά, δένοντάς το στην μέση πάνω από την ζιπούνα . Τα χρώματα είναι έντονα ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σοφράν της παπαρούνας και του κάστανου. Το λαχόρ έχει μήκος 1,10μ. και φάρδος 1μ. Για να στερεωθεί το λαχόρ στην μέση το έδεναν με μια στενή κεντημένη λουρίδα, η οποία είχε στις άκρες φούντες, που τις έλεγαν τσαγούνα, κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κρόσσια. Το όνομα εικάζεται ότι το πήρε από την πόλη Λαχόρι του Πακιστάν, απ’ όπου τέτοια υφάσματα έφταναν στον πόντο με καράβια. Υπήρχαν και άλλα ζωνάρια όπως:
· Η Κοκνέτσα, είναι υφαντό από άγριο μαλλί και βαμβάκι. Είχε μήκος 1.25μ. πλάτος 0,90 εκ. και το χρώμα του ήταν προς το κεραμιδί. Την κοκνέτσα την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από την ζιπούνα, από την μέση ως τις γάμπες.
· Tο Ταραπολούζ, γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο οι γυναίκες το συνδύαζαν με το επίσημο ένδυμα. Τα χρώματα του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου, του κεραμιδή του πράσινου του μπλε και του μπεζ. Το μήκος του 1.40μ. το φάρδος του 0,35εκ. και στις άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά.
· Tο Φοτά ή Πεσταμπάλ, είναι ένα είδος ποδιάς που το φορούσαν οι νέες κοπέλες σε διάφορους χρωματισμούς, ενώ οι μεγάλες γυναίκες άνω των 50 ετών συνήθως σε μαύρο χρώμα. Το ύφασμα είναι από μετάξι και υφαντή, ενώ το φάρδος είναι 1.20μ. το μήκος 0,85εκ., ήταν δίχρωμο με κάθετες ραβδώσεις, και δενόταν στην μέση με λωρίδες τα φοτοδέμα.
Κατιφέ
Είναι βελούδινο ζακέτο, το μάκρος του ξεκινάει από τον ώμο και καταλήγει στην μέση. Ήταν κεντημένο στο λαιμό στην μέση, στο στήθος και τα μανίκια με χρυσό σιρίτι. Το φάρδος του κεντήματος ήταν 5εκ.Το κατιφέ το σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδική ράφτες. Υπήρχε αυτό το κέντημα στην νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών. Άλλο γυναικείο πανωφόρι ήταν το κοντογούνι , βελούδινο ύφασμα όπου γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς. Είχε δύο μεγέθη ,το ένα ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στην μέση και το άλλο ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς. Υπήρχε ακόμη το μακρυγούνι επίσημο ένδυμα σαν παλτό. Το ύφασμα ήταν μάλλινο (Τσόχα ή κασμίρ). Το μήκος ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στους αστραγάλους. Η επένδυση εσωτερικά ήταν από γούνα αρκούδας και εξωτερικά χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός. Υπήρχαν και άλλα πανωφόρια το λίπατε παλτό καθημερινής χρήσης. Το σαλ ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες το οποίο έφτιαχναν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Υπήρχε και η Τσόχα πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε ανδρική και γυναικεία. Η τσόχα ήταν συνήθως χωρίς επένδυση και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η γυναικεία τσόχα ήταν σε δύο τύπους, στην μία περίπτωση το μάκρος ήταν μέχρι τους γοφούς και στην άλλη το μάκρος έφτανε στην μέση της γάμπας, κούμπωνε στο πλάι.
Κόσμημα
Γκιορντάν ή γιορτάνι: Χρυσά φλουριά Κωνσταντινάτα με τρείς ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή ήταν κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στον λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Τα πεντόλιρα: Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία τις Τούρκικης λύρας. Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Τα φορούσαν στον λαιμό με διπλή αλυσίδα (κοχλίδ).
Σαμσάδες ή Σεπσέδες: Έτσι ονόμαζαν τα Κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στον Δυτικό Πόντο τα έπλεκαν τα κορίτσια στις πλεξούδες.
Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 Καρατίων και τα φορούσαν νέα κορίτσια.
Περιλαίμια: Τα κατασκεύαζαν από ασήμι σε διάφορα σχέδια. Για τον λαιμό είχαν ασημένιο περιδέραιο με σχέδιο τον Άγιο Γεώργιο. Στα τελειώματα είχαν ασημένια αλυσίδα με φυλλαράκια. Στην περιοχή της Τραπεζούντας τα ονόμαζαν πογασκεστί.
Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν 3 ή 4 φορές στον λαιμό.
Χασίρ ή χαστρί: Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή μορφή για τον λαιμό και το χέρι. Το κατασκεύαζαν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στην μία άκρη έχει μία αγκράφα που οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Ώρα ή Σαάτ: Ρολόι με μακριά ασημένια αλυσίδα.
Υποδήματα
Τα γυναικεία παπούτσια είναι σε μαύρο χρώμα με λουράκι που κουμπώνει στο πλάι.
Ναλία: Είναι τσόκαρα από ξύλο βερνικωμένο με διάφορα σχέδια στο εσωτερικό και ένα δερμάτινο λουρί επάνω.
Κουντούρας: Είναι παπούτσι με τακούνι. Κατασκευάζονταν από Ευρωπαϊκό δέρμα ,το επάνω μέρος τους ήταν από μαύρο δέρμα και σκέπαζε όλο το πάνω μέρος του ποδιού. Ήταν χαμηλά και το ύψος του παπουτσιού έφτανε μέχρι τον αστράγαλο ή και λίγο πιο ψηλά και λέγονταν καλοσλία.